Φίλος από την επαρχία μου περιγράφει την εξής κατάσταση σε σχέση με το πατρικό του σπίτι: Στο ισόγειο του τριώροφου κτιρίου ζει η ηλικιωμένη μητέρα του και στην αυλή υπάρχει ένας κήπος. Από πάνω ακριβώς μένει η υπερήλικη -και εξ αγχιστείας συγγενής μαζί της- θεία του. Τα τελευταία χρόνια η ηλικιωμένη του πρώτου ορόφου εκδηλώνει ένα συστηματικό μίσος απέναντι στον κήπο του ισογείου. Και όσο το επιτρέπουν οι δυνάμεις της κάνει το συναίσθημα πράξη, σπάζοντας τα κλαδιά των φυτών που βρίσκονται στο βεληνεκές της ή χτυπώντας τα με την σκούπα της μέχρι να τα ρημάξει.
«Μα μήπως τα παράπονα της έχουν βάση για κάποιο αντικειμενικό λόγο;» ρωτάω τον συνομιλητή μου. Και αυτός μου εξηγεί ότι ο κήπος είναι ίδιος και σχεδόν απαράλλακτος εδώ και εξήντα χρόνια. Ο κήπος ήταν πάντα εκεί, όμως δεν ενοχλούσε τόσο. Η αντικειμενική εξωτερική κατάσταση παραμένει η ίδια, όχι όμως και η κατάσταση των υποκειμένων που εμπλέκονται σε αυτή. «Τώρα πια έχουν έρθει τα γηρατειά» μου λέει.
Και πράγματι, σκέφτομαι, πέρα από τα συγκεκριμένα περιστατικά, τα γηρατειά μπορεί να σε βυθίσουν σε απονενοημένες συμπεριφορές. Ο χρόνος που σου απομένει γίνεται όλο και λιγότερος. Όλο και πιο λιγοστές οι πιθανότητες να διορθώσεις το οτιδήποτε. Το ανεκπλήρωτο σε σφίγγει σα θηλειά, μαζί με ένα αίσθημα εξάντλησης. ' Οι ανοιχτοί σου λογαριασμοί με τη ζωή και τους άλλους μπορεί να γίνουν βάρος ασήκωτο. Αν δεν υπάρχει η ιαματική παρουσία κάποιων ανθρώπων ή κάποιου πραγμάτων –τοπίων, κείμενων, καθημερινών συνήθειων- να καταλαγιάζουν την δυσφορία, μπορεί να κατρακυλήσεις στη πικρία και τη μνησικακία, ίσως και την γελοιότητα.
Και το φαινόμενο δεν είναι σπάνιο. Ο απολογισμός της ανθρώπινης ζωής βγαίνει πάντα ελλειμματικός – κανείς δεν έχει ζήσει όπως θα ονειρευόταν. Ο εσωτερικός κριτής κάνει την καταμέτρηση. Κι όταν ο χρόνος τελειώνει, όσα δεν έγιναν -ή έγιναν και δεν αλλάζουν- πνίγουν.
Μιλώντας λοιπόν για προσωπικές σχέσεις και ανεκπλήρωτα σχέδια (δεν μιλάμε για πολιτική εδώ) πώς να κλείσουν οι λογαριασμοί, να καταλαγιάσει το ανεκπλήρωτο; Δύσκολη η απάντηση. Αλλά είναι ίσως ζωτικής σημασίας αυτό που λέγεται στη ψυχοθεραπεία: let it go –κατά λέξη μετάφραση «άφησε το να φύγει», άστο να πάει, μη το κρατάς εδώ . ‘Όχι ακριβώς «ξέχασε το», γιατί η μνήμη δύσκολα διαγράφει. Περισσότερο, χαλάρωσε το άδραγμα πάνω σε αυτό που σε τρώει. Ό,τι έγινε παλιότερα, δεν ωφελεί να το κρατάς στο παρόν.
Με άλλα λόγια, έκανες ότι μπορούσες. Ό,τι έγινε, έγινε για κάποιο λόγο. Συγχώρεσε τον εαυτό σου. Η πληγωμένη περηφάνια, ο χολωμένος εγωισμός μας κάνει ανώφελα μοχθηρούς. Γράφει ο Τζόζεφ Ροτ ότι η οργή -απέναντι στο εαυτό ή τους άλλους θα προσθέταμε-, είναι πιο χρονοβόρα από την γενναιοδωρία. Γενναιόδωρος λοιπόν.
Καλύτερα ο μακρόθυμος παρά ο υψηλόφρονας, λέει και ο Εκκλησιαστής.